Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πλαφονιέρα — η, Ν είδος πολύφωτου αναρτημένου από την οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafonnier (< plafond), βλ. λ. πλαφόν] … Dictionary of Greek